- τσαγκαροδευτέρα
- η прогул, неявка на работу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαγκαροδευτέρα — η, Ν 1. αργία κατά την ημέρα τής Δευτέρας την οποία τηρούσαν παλαιότερα οι τσαγκάρηδες 2. ειρων. εργάσιμη ημέρα την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά («σήμερα είναι τσαγκαροδευτέρα, δεν δουλεύουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + Δευτέρα] … Dictionary of Greek
Τσαγκαροδευτέρα — η 1.η καθιερωμένη αργία των τσαγκάρηδων κάθε Δευτέρα. 2. εργάσιμη ημέρα που δε δουλεύει κάποιος από τεμπελιά: Σήμερα δε δουλεύω, έχω Τσαγκαροδευτέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)